- ἐνανθρωπῶ
- ἐνανθρωπέωput on man's naturepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐνανθρωπέωput on man's naturepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) … Dictionary of Greek
ενανθρωπίζω — (Μ ἐνανθρωπίζω) 1. ενανθρωπώ*. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο 2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ … Dictionary of Greek
ανθρωπώ — ἀνθρωπῶ ( έω) (Α) γίνομαι άνθρωπος (ενανθρωπώ*) … Dictionary of Greek